*ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΕΚΦΡΑΖΟΥΝ ΤΙΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ΤΟΥΣ
Του Γιάννη Παπαγεωργίου
Η απόφαση για την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα το 1981 ήταν ένα εγχείρημα που υιοθέτησε και προώθησε ένα μέρος της ελληνικής ελίτ, κυρίως ο τότε πρωθυπουργός, Κ. Καραμανλής, και μερίδα της συντηρητικής παράταξης και του πολιτικού κέντρου. Η επιφυλακτικότητα της πλειοψηφίας του κομματικού συστήματος (τόσο της Αριστεράς όσο και μεγάλου μέρους της παραδοσιακής δεξιάς) σχετιζόταν τόσο με την παραδοσιακή απόρριψη του ευρωπαϊκού οικοδομήματος στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου (κυρίως για την Αριστερά και το ΠΑΣΟΚ) όσο και με την ιστορική διαφοροποίηση από τη «Δύση» ενός μεγάλου τμήματος της συντηρητικής παράταξης. Ο λόγος για τον οποίο δεν προτιμήθηκε ένα δημοψήφισμα για την ένταξη στην ΕΟΚ – κάτι αρκετά εύλογο δεδομένης της σημασίας του εγχειρήματος – ήταν ο φόβος ενός αρνητικού αποτελέσματος.
Η Ευρώπη ως πηγή εισοδήματος
Για τη μείωση των εσωτερικών ενστάσεων, η ένταξη περιβλήθηκε το «ένδυμα» του οικονομικού κόστους – οφέλους – τι θα κερδίσουμε από την συμμετοχή μας – χωρίς ουσιαστική συζήτηση για τις πολιτικές, γεωπολιτικές και πολιτιστικές συνέπειές της ένταξης σε ένα πρωτοφανές πολιτικό εγχείρημα. Η οικονομική παράμετρος κατεύθυνε και τη σταδιακή μεταστροφή του ΠΑΣΟΚ στο θέμα της συμμετοχής της χώρας στην ΕΟΚ: τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα και αργότερα τα κονδύλια της συνοχής προβλήθηκαν όχι μόνο ως απόδειξη της επιτυχούς ελληνικής διπλωματίας αλλά και ως απτά πειστήρια της οικονομικής σκοπιμότητας της ένταξης.
Η στάση αυτή επέτρεψε την λαϊκή εδραίωση της ευρωπαϊκής συμμετοχής αλλά ενίσχυσε την ωφελιμιστική ανάγνωση της Ευρώπης. Η χώρα, άλλωστε, δεν προχώρησε ποτέ στην ενίσχυση της ευρωπαϊκής παιδείας – ακόμα και σήμερα στα ελληνικά σχολεία η διδασκαλία της ευρωπαϊκής ιστορίας είναι περιθωριοποιημένη ενώ η ιστορία της ευρωπαϊκής ενοποίησης απλώς δεν διδάσκεται. Οι αρχικοί σκοποί της ευρωπαϊκής ενοποίησης – η αποφυγή ενός νέου ενδο-ευρωπαϊκού πολέμου και στερέωση της ειρήνης- ήταν στην πράξη σχετικά ξένοι για την Ελλάδα, στο βαθμό που ο φόβος του πολέμου για τους Έλληνες δεν προερχόταν από άλλες ευρωπαϊκές χώρες αλλά από τη γειτονική Τουρκία. Η ελληνική αδυναμία κατανόησης των πολιτικών στόχων της ευρωπαϊκής ενοποίησης ενίσχυσαν την οικονομική ανάγνωσή της. Παράλληλα, η λογική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (διαπραγμάτευση και συμβιβασμός, ουσιαστική ενασχόληση με κοινά ζητήματα ακόμα και αν δεν έχουν άμεση σημασία για τη χώρα) δεν εμπεδώθηκε στις ελληνικές κυβερνήσεις. Η Ελλάδα λάμβανε το λόγο μόνο για θέματα που είχαν να κάνουν με άμεσες ανάγκες της (πόροι, γεωργία, Τουρκία). Λίγοι Έλληνες πολιτικοί αντιλήφθηκαν, ενδιαφέρθηκαν και εφάρμοσαν την ¨κοινοτική» μέθοδο στην ευρωπαϊκή διαμόρφωση πολιτικής. Αντίστοιχα, λίγοι Έλληνες πολιτικοί μπόρεσαν ή επιδίωξαν να αποκτήσουν ρόλο στην Ευρώπη ενώ η εσωστρεφής στάση της χώρας δεν της επέτρεψε να αποκτήσει στέρεα ερείσματα στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Η Ευρώπη ως τιμωρός
Σε πρώτο στάδιο, η «οικονομιστική» προσέγγιση έδωσε θετικά αποτελέσματα: για παράδειγμα, για δεκαετίες οι Έλληνες ήταν από τους πλέον ένθερμους υποστηρικτές της ευρωπαϊκής ενοποίησης όπως προκύπτει από τα διάφορα ευρωβαρόμετρα. Μακροπρόθεσμα, ωστόσο, δεν επέτρεψε να ριζώσει μια ελληνική ευρωπαϊκή ταυτότητα. Τούτο φάνηκε έντονα τη στιγμή της κρίσης της Ευρωζώνης, όταν αίφνης το όφελος από την ευρωπαϊκή συμμετοχή εξαφανίστηκε και έδωσε τη θέση του σε βαριές οικονομικές υποχρεώσεις για την κοινωνία και τη χώρα. Η ταχύτατη μεταστροφή τόσο στην εμπιστοσύνη στους ευρωπαϊκούς θεσμούς όσο και στην υποστήριξη του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, είναι κατανοητή δεδομένης της πολιτικής και οικονομικής συγκυρίας, αλλά έδειξε ότι για τους Έλληνες η Ευρώπη δεν ήταν μια επιλογή πεπρωμένου αλλά ανάγκης.
Το δημοψήφισμα του 2015 και η μετέπειτα αλλαγή στάσης της τότε κυβέρνησης φαίνεται ωστόσο να άλλαξε την μέχρι τότε κυρίαρχη αντίληψη. Παρότι για πολλούς το «όχι» που έριξαν στην κάλπη αποτέλεσε την ευκαιρία για καταγγελία του κυρίαρχου ευρωπαϊκού αφηγήματος και της πολιτικής σκληρής λιτότητας που επέβαλαν οι «δανειστές» (όρος που χρησιμοποιήθηκε πολύ συχνότερα από τον όρο «εταίροι» και στον δημόσιο λόγο), οι περισσότεροι Έλληνες ανακουφίστηκαν από την απόφαση της τότε κυβέρνησης να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις για νέα συμφωνία αποδεχόμενοι, εκόντες άκοντες, ότι η συμμετοχή στην Ένωση περιλαμβάνει και δικαιώματα και υποχρεώσεις. Η ανάκαμψη της ΕΕ αλλά και η επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας μετά το 2015 δημιούργησαν στο μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας μια πεποίθηση ότι η συμμετοχή στην Ένωση είναι κάτι μόνιμο – που οι παγκόσμιες αλλά και περιφερειακές εξελίξεις και η διεθνής αβεβαιότητα ενισχύουν – και εν τέλει θετικό επίτευγμα.
Η Ευρώπη ως φυσικός χώρος
Ο κίνδυνος του Grexit, με κάποιο τρόπο, πυροδότησε την συνειδητοποίηση της ευρωπαϊκής μας ταυτότητας και του αισθήματος της σχεδόν αυτονόητης συμμετοχής μας στην Ευρώπη. Το γεγονός ότι η ευρωπαϊκή συμμετοχή δεν αμφισβητείται πλέον από κανένα σχεδόν πολιτικό κόμμα – και έχει γίνει κτήμα και της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών.
Η κρίση του κορωνοϊού και η ακόμα αβέβαιη και αναστρέψιμη πορεία της ΕΕ προς μια περισσότερο μεταβιβαστική ένωση ξύπνησε και τα ελληνική αντανακλαστικά. Παράλληλα, η ανάδειξη μιας νέας γενιάς πολιτικών, όχι μόνο στην κεντρική σκηνή αλλά και στις περιφέρειες, η κατανόηση και η σταδιακή αποδοχή της λογικής της πολυεπίπεδης διακυβέρνησης και της αποκέντρωσης μειώνουν την «ελληνική εξαίρεση». Η Ελλάδα έγινε ένα «συνηθισμένο» κράτος μέλος – ίσως γιατί άλλα κράτη πήραν τα πρωτεία στις ιδιαιτερότητες. Τι λοιπόν πρέπει να περιμένουμε ή να προσδοκούμε για τη σχέση ανάμεσα στην Ελλάδα και την Ευρώπη τις επόμενες δεκαετίες;
Σίγουρα μια λιγότερο αποκλειστικά οικονομική σχέση: το οικονομικό δούναι και λαβείν προφανώς θα συνεχίσει και ενδεχομένως να παίξει και καθοριστικό ρόλο για την Ελλάδα. Η σταδιακή ωστόσο μετατροπή της Ευρώπης σε έναν ενιαίο και πολιτικό χώρο και η επίγνωση της ολοένα μεγαλύτερης ταύτισης των συμφερόντων των ευρωπαϊκών χωρών σημαίνει ότι και άλλα πράγματα θα μετρούν για τη χώρα μας: όχι μόνο τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας αλλά, το κλίμα, η απολιγνιτοποίηση και τα μεγάλα θέματα της νέας οικονομίας – από τα 5G έως την τεχνητή νοημοσύνη. Η ώσμωση των ευρωπαϊκών οικονομιών συνοδεύεται από την ανάμιξη της κουλτούρας και των ανθρώπων. Η «ερασμοποίηση» των νέων, η επαγγελματική κινητικότητα δημιουργούν νέες μορφές πολιτών για τους οποίους η ευρωπαϊκή πραγματικότητα είναι δεδομένη.
Κατόπιν, μια λιγότερο συγκεντρωτική χώρα: το μεγαλύτερο ίσως επίτευγμα της ένταξης είναι το πλήγμα που προκάλεσε η ένταξη στον βαθιά ριζωμένο συγκεντρωτισμό της χώρας: ο αναγκαστικός «εξευρωπαϊσμός» της περιφερειακής και τοπικής αυτοδιοίκησης για τις ανάγκες διαχείρισης των ευρωπαϊκών πόρων γέννησε τεράστιες δυνατότητες στην επαρχία – μακριά και χωρίς την πρωτεύουσα. Η σημασία της αποκέντρωσης συχνά αγνοείται στη χώρα μας, ή θεωρείται μια παραφυάδα των ΕΣΠΑ, ενίσχυσε ωστόσο σε σημαντικό βαθμό την εμπειρογνωμοσύνη της επαρχίας και την δημιουργία μιας πολιτικής τάξης και μιας κοινωνίας πολιτών έξω και μακριά από το κέντρο. Η περιφερειοποίηση στην Ελλάδα θα συνεχισθεί και οι συζητήσεις για το Ταμείο Ανάκαμψης θα ενισχύσουν περαιτέρω την τάση αυτή.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν συνεχίζουμε να έχουμε, ως κοινωνία αλλά και ως διοίκηση, μια ιδιαίτερα ελληνοκεντρική ανάγνωση της ευρωπαϊκής πολιτικής – το θέμα της Τουρκίας και των ελληνοτουρκικών διαφορών, το προσφυγικό, ακόμα και η αποχώρηση της Βρετανίας, διαβάζονται σχεδόν αποκλειστικά από την οπτική των επιπτώσεων σε μας: είναι ενδεικτικό ότι το μόνο θέμα που απασχόλησε την ελληνική κοινή γνώμη σε σχέση με τον πολιτικό σεισμό που προκάλεσε το Brexit σχετιζόταν με την αύξηση των διδάκτρων για τους Έλληνες φοιτητές στα βρετανικά πανεπιστήμια.
Επιπλέον, οι μεγάλες θεσμικές συζητήσεις στην Ευρώπη συνεχίζουν να μας αφήνουν αδιάφορους – η Διάσκεψη για το Μέλλον της Ευρώπης, για παράδειγμα, παραμένει άγνωστη στη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων – και των Ελλήνων πολιτικών ενώ και τα μέσα ενημέρωσης ασχολούνται με την Ευρώπη σχεδόν αποκλειστικά από την εθνική οπτική.
Η Ελλάδα που εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα το 1981 ήταν, προφανώς, μια τελείως διαφορετική χώρα από το σημερινό κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η χώρα άλλαξε όχι μόνο από τη συμμετοχή της στην Ευρώπη αλλά και ως συνέπεια των τεράστιων συνεπειών της παγκοσμιοποίησης, της κατάρρευσης του μεταπολεμικού συστήματος των διεθνών σχέσεων και του μετασχηματισμού των κοινωνιών της Ευρώπης. Η συμμετοχή ωστόσο στην ευρωπαϊκή ενοποίηση επέτρεψε στη χώρα να αντιμετωπίσει τις αλλαγές αυτές με πολύ μεγαλύτερη ηρεμία και αυτοπεποίθηση σε σχέση με μια μοναχική πορεία.
Σήμερα, 40 χρόνια μετά την ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, η χώρα φαίνεται να βρήκε τα βήματά της στις σχέσεις με την Ευρώπη: δεν είναι η θεία από την Αμερική που στέλνει δολάρια ούτε η κακιά μητριά. Σταδιακά η Ευρώπη γίνεται μια γιαγιά που μας φωνάζει στο σπίτι να συναντηθούμε με τα άλλα ξαδέλφια, να τσακωθούμε, να μονιάσουμε αλλά με τη βεβαιότητα ότι είμαστε μια οικογένεια. Πολύ παραδοσιακή ανάγνωση για ένα τόσο νεωτερικό σχέδιο, αλλά ίσως αυτό να ταιριάζει περισσότερο στον Έλληνα.