Η εμβληματική γνωμοδότηση του Διεθνούς Δικαστηρίου για την κλιματική αλλαγή

*ΤΑ ΑΡΘΡΑ ΕΚΦΡΑΖΟΥΝ ΤΙΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ΤΟΥΣ

Το Διεθνές Δικαστήριο των Ηνωμένων Εθνών υιοθέτησε ομοφώνως μια εμβληματική γνωμοδότηση σχετικά με το διεθνές δίκαιο που ρυθμίζει την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.

Γράφει η Εμμανουέλα Δούση 

Τα ρεκόρ υψηλών θερμοκρασιών που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια σε συνδυασμό με τις καταστροφικές πυρκαγιές και τις βιβλικές πλημμύρες αποδεικνύουν περίτρανα ότι η κλιματική αλλαγή αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή ασφάλειας της εποχής μας. Ταυτόχρονα δοκιμάζει την αντοχή των κυβερνήσεων λόγω των επιπτώσεών της στην επισιτιστική ασφάλεια, τη μετανάστευση, τη λειψυδρία, την απώλεια βιοποικιλότητας, τις φυσικές καταστροφές.

Παρόλο που η διεθνής θεσμική συνεργασία για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής ξεκίνησε από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα στο πλαίσιο των ετήσιων συνόδων για το κλίμα, οι εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου όχι μόνο δεν μειώθηκαν, αλλά εξακολουθούν να αυξάνονται και μάλιστα ραγδαία. Η πολυπλοκότητα του προβλήματος, το γεγονός ότι συνδέεται με όλους σχεδόν τους κλάδους της οικονομίας και την εκτεταμένη χρήση ορυκτών καυσίμων με αποτέλεσμα να διακυβεύονται πολλαπλά συμφέροντα, οι διαφορετικές αντιλήψεις των κρατών ως προς την προσέγγισή του σε συνδυασμό με τις ιστορικές ευθύνες ως προς την πρόκλησή του, αποτελούν ορισμένους μόνο από τους παράγοντες που παρεμποδίζουν την αποτελεσματική αντιμετώπισή του.

Σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από μεγάλη γεωπολιτική αναστάτωση και αμφισβήτηση της πολυμερούς συνεργασίας, το Διεθνές Δικαστήριο των Ηνωμένων Εθνών υιοθέτησε ομοφώνως μια εμβληματική γνωμοδότηση σχετικά με το διεθνές δίκαιο που ρυθμίζει την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Το Δικαστήριο τόνισε με πολύ σαφή τρόπο ότι η κλιματική αλλαγή αποτελεί υπαρξιακή απειλή που θέτει σε κίνδυνο τη φύση και τους ανθρώπους και ότι το διεθνές δίκαιο μπορεί να προσφέρει μέρος της λύσης. Η γνωμοδότηση αποσαφηνίζει, κατά πρώτον, τις διεθνείς υποχρεώσεις των κρατών να προστατεύουν το κλιματικό σύστημα και, στη συνέχεια, τις νομικές συνέπειες από την αθέτησή τους.

Πιο συγκεκριμένα, το Δικαστήριο διευκρίνισε, μεταξύ άλλων, ότι τα κράτη έχουν παράλληλες νομικές υποχρεώσεις βάσει του διεθνούς δικαίου να προστατεύουν το κλιματικό σύστημα. Οι υποχρεώσεις αυτές πηγάζουν όχι μόνο από διεθνείς συμβάσεις, αλλά και από το διεθνές εθιμικό δίκαιο. Αυτό σημαίνει ότι τα κράτη που δεν έχουν υπογράψει ή αποχώρησαν από το συμβατικό πλαίσιο, δεσμεύονται από εθιμικούς κανόνες να υιοθετούν κατάλληλα μέτρα πρόληψης.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι διεθνείς συμφωνίες για την κλιματική αλλαγή περιλαμβάνουν τόσο υποχρεώσεις συμπεριφοράς όσο και αποτελέσματος. Αυτή είναι μια πολύ σημαντική δήλωση, η οποία φωτίζει περισσότερο το κανονιστικό περιεχόμενο υποχρεώσεων που απορρέουν από σημαντικές συμφωνίες, όπως είναι η Συμφωνία του Παρισιού (2015), η οποία έχει συχνά χαρακτηρισθεί ως ανεπαρκής με το επιχείρημα ότι θέτει μόνον εθελοντικές δεσμεύσεις. Το Δικαστήριο επεσήμανε ότι με βάση τη Συμφωνία του Παρισιού, τα συμβαλλόμενα κράτη οφείλουν να ενεργούν με δέουσα επιμέλεια κατά την προετοιμασία των εθνικών σχεδίων δράσης για το μετριασμό της κλιματικής αλλαγής και ότι η προετοιμασία αυτή δεν έγκειται στη διακριτική τους ευχέρεια. Τα εθνικά σχέδια θα πρέπει να παρουσιάζουν συνεχή πρόοδο και υψηλότερη φιλοδοξία, ενώ τα κράτη έχουν υποχρέωση να τα υλοποιούν.

Το Δικαστήριο τόνισε με έμφαση ότι ένα καθαρό, υγιές και βιώσιμο περιβάλλον αποτελεί προϋπόθεση για την ενάσκηση πολλών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως το δικαίωμα στη ζωή, το δικαίωμα στην υγεία και το δικαίωμα σε ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης σε νερό, τροφή και στέγαση.

Ιδιαίτερη σημασία έχουν και οι δηλώσεις του Δικαστηρίου σχετικά με τις συνέπειες που προκύπτουν από την αθέτηση των υποχρεώσεων των κρατών να προστατεύουν το κλιματικό σύστημα. Η αθέτηση των εν λόγω υποχρεώσεων από ένα κράτος μπορεί να επισύρει τη διεθνή του ευθύνη και την υποχρέωση επανόρθωσης, μέσω της αποκατάστασης οικοσυστημάτων αλλά και χρηματικής αποζημίωσης. Τέτοια περίπτωση αποτυχίας ανάληψης κατάλληλης δράσης για την προστασία του κλιματικού συστήματος από τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου που μπορεί να στοιχειοθετήσει διεθνώς παράνομη πράξη είναι, σύμφωνα με το Δικαστήριο, η παραγωγή και κατανάλωση ορυκτών καυσίμων, η επιδότησή τους καθώς και η παραχώρηση αδειών έρευνας για ορυκτά καύσιμα. Αυτή είναι μια δήλωση με ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα, η οποία εξακολουθεί να στηρίζει το πρόγραμμα εξόρυξης υδρογονανθράκων (δηλαδή ορυκτών καυσίμων) στη θάλασσα νοτίως της Κρήτης, ένα πρόγραμμα που είχε δρομολογηθεί σε μια άλλη, παρωχημένη πλέον, εποχή, πριν από τη συνομολόγηση της Συμφωνίας του Παρισιού.

Αξίζει ακόμα να τονιστεί ότι το Δικαστήριο δήλωσε ότι οι υποχρεώσεις των συμβαλλομένων κρατών στη Σύμβαση-πλαίσιο για την κλιματική αλλαγή (1992) και στη Συμφωνία του Παρισιού (2015) είναι υποχρεώσεις erga omnes partes εφόσον αυτές οι συμφωνίες επιδιώκουν να προστατεύσουν το θεμελιώδες συμφέρον όλων των κρατών στην προστασία του κλιματικού συστήματος. Επομένως, όλα τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν έννομο συμφέρον στη προστασία των βασικών υποχρεώσεων για το μετριασμό της κλιματικής αλλαγής που θέτουν οι συμφωνίες για την κλιματική αλλαγή και μπορούν να επικαλεστούν την ευθύνη άλλων κρατών για τη μη εκπλήρωσή τους. Η δήλωση αυτή μπορεί να ανοίξει το δρόμο για προσφυγές ιδίως από κράτη που υποφέρουν περισσότερο από την κλιματική αλλαγή, αλλά και να αποτελέσει μοχλό πίεσης για την ταχύτερη υλοποίηση των συμβατικών δεσμεύσεων.

Παρόλο που οι γνωμοδοτήσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου δεν είναι δεσμευτικές, έχουν μεγάλη νομική και πολιτική βαρύτητα, καθώς συνιστούν αυθεντική ερμηνεία του διεθνούς δικαίου και διευκρινίζουν τους κανόνες του διεθνούς δικαίου που αφορούν το ζητούμενο ερώτημα. Επομένως, μπορούν να επηρεάσουν τη διαμόρφωση της διεθνούς νομοθεσίας και της πρακτικής. Η συγκεκριμένη γνωμοδότηση αναδεικνύει το ρόλο του διεθνούς δικαίου στην αντιμετώπιση ενός κρίσιμου παγκόσμιου προβλήματος, ο οποίος δεν είναι διόλου αμελητέος.

 

* Η Εμμανουέλα Δούση είναι Καθηγήτρια διεθνών θεσμών στο ΕΚΠΑ και κάτοχος της έδρας UNESCO για την Κλιματική Διπλωματία.

Η εμβληματική γνωμοδότηση του Διεθνούς Δικαστηρίου για την κλιματική αλλαγή

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Κύλιση προς τα επάνω

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο